- ἐκζέματα
- ἔκζεμαa cutaneous eruptionneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκζεματώδης — ες 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έκζεμα 2. αυτός που μοιάζει με έκζεμα 3. αυτός που είναι γεμάτος εκζέματα, που πάσχει από εκζέματα … Dictionary of Greek